23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2019 09:13

Lalibela. γη των αγγέλων – Έκθεση φωτογραφίας του Βασίλη Αρτίκου

Τη Lalibela της Αιθιοπίας, την ιερή πόλη και τα πρόσωπά της, όπως αποτυπώθηκαν από τον φωτογραφικό φακό του Βασίλη Αρτίκου θα έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε στην έκθεση φωτογραφίας Lalibela. γη των αγγέλων, που παρουσιάζει ο Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας δήμου Αθηναίων από 10 έως 31 Μαΐου 2019 στο Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα» δήμου Αθηναίων.

Είναι πολύ δύσκολο να γράψει κανείς τον ενθουσιασμό και τη συγκίνηση που μπορεί να προκαλέσει η αποκάλυψη του κόσμου μέσα από μια ή περισσότερες φωτογραφίες. Έτσι συνέβη και με το φωτογραφικό έργο του κυρίου Αρτίκου.

Δεν ήξερα τι ήταν αυτό που με συγκινούσε τόσο έντονα. Ήταν ο τόπος και οι άνθρωποι, οι εικόνες που δεν ξέρεις αν είναι επεξεργασμένες ή αν έχουν συλλάβει κάθε φορά, τη στιγμή που μοιάζει ν’ ανοίγουν οι ουρανοί κι ο κόσμος αν και υπόγειος, σκαλισμένος και σκαμμένος μέσα στο βράχο, ανοίγεται στην πιο έντονη συγκίνηση της μεταφυσικής αποκάλυψης του ουρανού;

Κατ’ αρχάς  έμεινα άφωνος. Ήξερα την ύπαρξη αυτών των τόπων από πληροφορίες αλλά όχι από φωτογραφίες. Δεν είχα εικόνα και παράσταση, έμοιαζε όμως το σύνολο που είχε στείλει ο κύριος Αρτίκος να μην είναι ούτε ρεπορτάζ, ούτε μια στημένη θεατροποίηση ενός προσκυνήματος.

Απλά, λιτά, με μιαν ιδιαίτερη κατάνυξη και εσωτερικότητα οι φωτογραφίες του στον τρόπο που εκτυλίσσονταν στα μάτια μου μέσα στο χρόνο, μου θύμισαν ιδιαίτερα αγαπητές στιγμές στην ιστορία κυρίως του κινηματογράφου παρά της λογοτεχνίας, της ζωγραφικής, είτε της φωτογραφίας. Από το Ordet του Ντρέγιερ έως τα Κατά Ματθαίον του Παζολίνι, έβλεπα έναν αρχαίο κόσμο να ζει σήμερα μέσα στην απρόσμενα θαυμαστή τραγικότητα χαμογελαστών ανθρώπων σε ένα τοπίο μοναδικό.

Μαυρόασπρες φωτογραφίες με ακραίες αντιπαραθέσεις φωτός και σκιάς έδιναν το πιο απλό θέαμα ανάμεσα στα λευκά ρούχα και τα χρώματα της πέτρας και της νύχτας. Κι έναν ρυθμό που περνούσε από την μιαν εικόνα στην άλλη, χωρίς να μπορείς να ξεφυλλίσεις τη σειρά των εικόνων όπως στα βιβλία φωτογραφίας, γιατί στην κάθε μια ένα ζωντανό πρόσωπο σε κοιτούσε στα μάτια χωρίς να μπορείς να το προσπεράσεις.

Η κάθε φωτογραφία σταματά το χρόνο όσο παίρνει η διάρκεια κάθε εικόνας που σε κάνει να συμμετάσχεις στο γεγονός που λαμβάνει χώρα μπροστά σου, εκείνη τη στιγμή, ως ότι πιο λιτό κι ανθρώπινο όπως ένα βλέμμα, ένα χέρι, μια κίνηση. Ένα σώμα σκύβει από το βάρος της ζωής ή της κούρασης χωρίς να χάσει την αρμονία του ανθρώπου που έμαθε να ζει με τους όρους της ζωής του σε αυτό τον κόσμο. Kι ο κόσμος αυτός του δίνει τη χαρά της γιορτής που αλαφραίνει το βάρος που κι αν δεν κρύβεται, όπως κι οι ρυτίδες του προσώπου και των χεριών, είναι ένα με τις συνθήκες του ήλιου και της εργασίας, της ζωής και της διάρκειάς της, της κίνησης και της στάσης. Αυτές οι φωτογραφίες σε κάνουν να καταλαβαίνεις πως προφανώς τέτοιοι άνθρωποι έχτισαν και λάξεψαν στην πέτρα αυτούς τους μοναδικούς ναούς.

Κάθε παιδί με το φακό του κυρίου Αρτίκου γίνεται το παιδί που θα θέλαμε να είμαστε όλοι μας και να κρύβει ο κάθε άνθρωπος μέσα του. Κι αυτό γιατί δεν είναι τόσο η έκφραση της αθωότητας που κάνει συχνά την απόδοση της παιδικής φύσης ανεκδοτολογική κι επιφανειακή, αλλά η χαρά του προσώπου και η μελαγχολία στο βάθος του βλέμματος που σε κάθε φωτογραφία σχεδόν γίνεται ένα με την αντιπαράθεση του φωτός και της σκιάς. Το αναπόφευκτο της ύπαρξης και της ζωής που η μια υποστηρίζει την άλλη και συγχρόνως η μία αναιρεί την άλλη. Κι όμως, η ισορροπία ανάμεσά τους είναι θέμα κατάνυξης, αφοσίωσης και κατανόησης του ακατανόητου της δημιουργίας.

Έτσι κάπως είδα τις φωτογραφίες της Lalibela κι ανακάλυψα συγχρόνως τον τόπο, τον άνθρωπο, μέσα από αισθήματα αρχαία και μια κάμερα απολύτως σύγχρονη που μπορεί να αποτυπώσει με τέχνη και σεμνότητα (όπως εννοώ την απόσταση που λένε οι θεωρητικοί «κριτική απόσταση»). Κι η απόσταση αυτή εδώ, είναι  μετρημένη με ακρίβεια ποιητική και με απρόσμενο μεταφυσικό βάθος σαν ότι πιο βαθύ κι ότι πιο αέρινο μαζί.

Μετά από αυτές τις πρώτες σκέψεις, κοίταξα με επιμονή – και σίγουρα κάποια δυσπιστία, μια και οι εικόνες είναι συχνά είδωλα που μας σαγηνεύουν μέσα από στημένες θεατρικά ψευδαισθήσεις– σε όλο το διαδίκτυο να βρω φωτογραφίες του τόπου για να δω αν κάτι μπορεί να θυμίζει λίγο τις φωτογραφίες του κυρίου Αρτίκου, και δε βρήκα. Οι περισσότερες ήταν ακριβώς η πιο κοινότοπη αναπαράσταση από τουριστικές υπερβολές  ή οι επίπεδες, ανεκδοτολογικές αναπαραστάσεις ενός θεάτρου χωρίς έργο, χωρίς πρόσωπα, χωρίς τη χάρη που στις φωτογραφίες του κυρίου Αρτίκου γίνεται ευλογία και περνά μέσα από το δέος και την κάθαρση της ψυχής.

Συνέχισα να κοιτώ ότι μπόρεσα από άλλες ενότητες φωτογραφιών του κυρίου Αρτίκου για να δω μήπως είχε κάποια μανιέρα ή στιλ που προσαρμοζόταν στο θέμα σαν τον καλό διακοσμητή που προσαρμόζεται στον αρχιτέκτονα. Και δε βρήκα πάλι τίποτε το ανάλογο. Πάντα μια «πρώτη ματιά», μια έκπληξη, αφήνεται στο γεγονός που είναι η ίδια η πραγματικότητα και δεν ζητά κανένα στολίδι ή εκφραστικότητα πέρα από την προσοχή που φέρουμε πάνω σε ότι είναι μπροστά μας.  Έτσι είδα την ευαισθησία με την οποία στην πόλη του Χαράρ δίνει τα χρώματα των τοίχων και των ενδυμάτων, των αντικειμένων και της καθημερινής ζωής: Χαράρ, η πόλη του Ρεμπώ όπου η ποίηση είναι χρώμα,  αισθησιασμός και υλικότητα, σε πλήρη αντίθεση με τη Lalibela! 

Κι έτσι συνέχισε να περνά μπροστά μου μια Ελλάδα επίσης μαυρόασπρη, σα να πρέπει ακόμα να την ανακαλύψουμε μέσα από το βλέμμα του παιδιού γεμάτο μελαγχολία και τη χαρά να βλέπει πως ανοίγονται ο ουρανός κι ο ορίζοντας μπροστά μας, σα να λέει κανείς ή τίποτα δεν πεθαίνουν: η ζωή είναι η δομή των έργων του ανθρώπου και η δομή των έργων είναι η δομή η ίδια της ζωής, κι η ζωή είναι ο άνθρωπος που την αναγνωρίζει. Είδα ομολογώ όλες τις περιηγήσεις μου από τα παιδικά μου χρόνια στα χρόνια του πενήντα μέχρι σήμερα να περνούν σκαλί-σκαλί, σε κάθε νησί, πέτρα-πέτρα σε κάθε βουνό, καλάμι-καλάμι στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, τόπος καταγωγής και κατοικίας του κυρίου Αρτίκου. Είδα τη δομή των ναών να εγγράφονται — όπως και στη Lalibela — ο καθένας με τον τρόπο του, στον κόσμο και στο τοπίο, μη ξέροντας ποτέ ποιος πλαισιώνει τον άλλο, o Ναός τον Κόσμο ή ο Κόσμος τους Ναούς. Έτσι καταλήγουμε πάλι στο δεδομένο, ότι τα έργα των ανθρώπων δίνουν τόσο τον Κόσμο όσο και τους Ναούς, και η στιγμή της αναγνώρισης αυτής της σύμπτωσης, είναι εξ ίσου τραγική και γεμάτη χαρά, όπως σε κάθε τραγικό ή θρησκευτικό έργο, αλλά και σε κάθε λαϊκό ή απλό έργο όπου ο άνθρωπος συναντά απλώς τον άνθρωπο σαν ότι πιο αγαπητό και οικείο πάνω στη γη.

Κύριε Αρτίκο, τα σέβη μου! Με συγκινήσατε γιατί μου δώσατε το σημάδι μιας ευλογίας με τις φωτογραφίες σας, Σημάδι που ονομάζει ο λαός «σημεία και τέρατα» αλλά κι ο κάθε θεός σε κάθε πίστη, μας αποκαλύπτει. Κάνατε ξανά τη φωτογραφία, μια στιγμή αποκάλυψης! Αποκάλυψη της «πρώτης παρουσίας» κι όχι της « δεύτερης» και τελευταίας. Αποκάλυψη την οποία ο άνθρωπος μπορεί και πρέπει να αφιερώσει τη ζωή του έτοιμος, να περιμένει μια τέτοια στιγμή.

 Ντένης Ζαχαρόπουλος

Ιστορικός της τέχνης, Καλλιτεχνικός Σύμβουλος και Επιμελητής
της Πινακοθήκης των Μουσείων και Συλλογών  του Δήμου Αθηναίων (ΟΠΑΝΔΑ)